οξύνους

οξύνους
-ου ν (ΑΜ ὀξύνους, -ουν και -οος, -οον)
αυτός που έχει οξύ νου, οξεία αντίληψη, εύστροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + νοῦς / νόος (πρβλ. κακό-νους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολοόφρων — ὀλοόφρων και οὐλοόφρων όνος, ὁ, ἡ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.) 2. οξύνους, μυαλωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • διαβατικός — ή, ό (Α διαβατικός, ή, όν) ο περαστικός, ο πρόσκαιρος, ο προσωρινός αρχ. 1. ο οξύς, ο διαπεραστικός 2. ο οξύνους, δηλ. αυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύσει σε κάτι, να τό εξιχνιάσει 3. (στη Γραμματική) μεταβατικός …   Dictionary of Greek

  • εντρεχής — ἐντρεχής, ές (AM) 1. ικανός, επιδέξιος, γοργός, οξύνους, έτοιμος για κάτι («ὅς ἄν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεχές η εντρέχεια. επίρρ... έντρεχώς με επιδέξιο τρόπο, γοργά …   Dictionary of Greek

  • ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν …   Dictionary of Greek

  • λεπτογνώμων — λεπτογνώμων, όγνωμον (Α) οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων, σκληρο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόμητις — λεπτόμητις, εως ή ιος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. οξύνους, σώφρων, φρόνιμη 2. (κατά τον Ησύχ.) «λεπτόμητις ἡ δασεῑα ψυχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα» (πρβλ. δολό μητις, θεό μητις)] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόνους — λεπτόνους, ουν (Α) οξύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + νοῦς (πρβλ. αγχύ νους, οξύ νους)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”